- μισοσύντυχος
- μισοσύντυχος, -ον (Α)το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοσύντυχονα) απέχθεια προς τις συνεντεύξεις, προς τις συναναστροφές ή προς τις συνομιλίεςβ) μίσος κατά τής επιτυχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω» (πρβλ. καλο-σύντυχος)].
Dictionary of Greek. 2013.